Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφυροκοπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφυροκοπ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sfirɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ

1. σφυροκοπώ (με σφυρί):

σφυροκοπώ κάτι
hämmern auf etw αιτ

2. σφυροκοπώ ΣΤΡΑΤ:

σφυροκοπώ μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский