Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφίξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφίξ|η <-εις> [ˈsfiksi] SUBST θηλ

1. σφίξη (ανάγκη):

σφίξη
Bedrängnis θηλ
έχω σφίξη

2. σφίξη (τάση για αποπάτηση):

σφίξη
Stuhldrang αρσ

3. σφίξη (δυσκοιλιότητα):

σφίξη
Verstopfung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σφίξη

έχω σφίξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский