Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συστέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συ|στέλλω <-νέστειλα, -στάλθηκα, -νεσταλμένος> [siˈstɛlɔ] VERB μεταβ

συστέλλω

II . συ|στέλλω <-νέστειλα, -στάλθηκα, -νεσταλμένος> [siˈstɛlɔ] VERB αυτοπ ρήμα

1. συστέλλω (περιορίζω τον όγκο μου):

συστέλλω

2. συστέλλω μτφ (νιώθω ντροπή):

συστέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский