Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνοδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνοδικ|ός <-ή, -ό> [sinɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συνοδικός ΘΡΗΣΚ:

συνοδικός

2. συνοδικός ΑΣΤΡΟΝ:

συνοδικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский