Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναισθάνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναισθάν|ομαι <-θηκα> [sinɛsˈθanɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

συναισθάνομαι κάτι (έχω επίγνωση)
sich δοτ einer Sache γεν bewusst sein
συναισθάνομαι κάτι (καταλαβαίνω)
sich δοτ einer Sache γεν bewusst werden

Παραδειγματικές φράσεις με συναισθάνομαι

συναισθάνομαι κάτι (έχω επίγνωση)
sich δοτ einer Sache γεν bewusst sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский