Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συνά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [siˈnazɔ] VERB μεταβ

1. συνάζω (άτομα):

συνάζω

2. συνάζω (πράγματα):

συνάζω

II . συνάζομαι VERB αυτοπ ρήμα (για άτομα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский