Ελληνικά » Γερμανικά

συμφιλιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [siɱfiliˈɔnɔ] VERB μεταβ

συμφιλιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский