Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπολίτευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπολίτευσ|η <-εις> [simbɔˈlitɛfsi] SUBST θηλ

1. συμπολίτευση (κυβερνητικό κόμμα):

συμπολίτευση

2. συμπολίτευση (συνασπισμός):

συμπολίτευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский