Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπλήρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπλήρωσ|η <-εις> [simˈblirɔsi] SUBST θηλ

1. συμπλήρωση (εκείνου που έλειπε):

συμπλήρωση
Ergänzung θηλ

2. συμπλήρωση (πρόσθεση):

συμπλήρωση
Hinzufügung θηλ

3. συμπλήρωση (εντύπου):

συμπλήρωση
Ausfüllen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский