Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπέθερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπέθερος [simˈbɛθɛrɔs] SUBST αρσ

1. συμπέθερος (πατέρας του γαμπρού):

συμπέθερος

2. συμπέθερος (πατέρας της νύφης):

συμπέθερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский