Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμετρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμμετρικ|ός <-ή, -ό> [simɛtriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συμμετρικός (αρμονικός):

συμμετρικός

2. συμμετρικός (γύρω από νοητό άξονα):

συμμετρικός
ακτινικά συμμετρικός

Παραδειγματικές φράσεις με συμμετρικός

ακτινικά συμμετρικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский