Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συ|μβάλλω <-νέβαλα, -μβλήθηκα, -μβλημένος> [siɱˈvalɔ] VERB αμετάβ

1. συμβάλλω (συντελώ):

συμβάλλω σε

2. συμβάλλω (για ποταμούς):

συμβάλλω

II . συμβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский