Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συλλαβίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συλλαβί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [silaˈvizɔ] VERB μεταβ

1. συλλαβίζω (χωρίζω σε συλλαβές):

συλλαβίζω

2. συλλαβίζω (διαβάζω με δυσκολία):

3. συλλαβίζω (λέω πώς γράφεται μια λέξη):

συλλαβίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский