Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγχέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγ|χέω <-χυσα, -κεχυμένος> [siɲˈçɛɔ] VERB μεταβ

1. συγχέω (δύο πράγματα):

συγχέω

2. συγχέω (επιφέρω αταξία):

συγχέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский