Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „συγκυριακός“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

συγκυριακός κύκλος αρσ
συγκυριακός δείκτης αρσ
συγκυριακός οικονομικός κύκλος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский