Ελληνικά » Γερμανικά

συγκροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgrɔˈtɔ] VERB μεταβ

συγκροτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский