Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκοπή [siŋgɔˈpi] SUBST θηλ

1. συγκοπή:

συγκοπή ΓΛΩΣΣ, ΜΟΥΣ
Synkope θηλ

2. συγκοπή ΙΑΤΡ (καρδιακή):

συγκοπή
Herzanfall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский