Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκατανεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκατ|ανεύω <-ένευσα> [siŋgataˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

συγκατανεύω
συγκατανεύω για/σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με συγκατανεύω

συγκατανεύω για/σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский