Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: στρατεύσιμος , στράτευση και στράτευμα

στρατεύσιμ|ος <-η, -ο> [straˈtɛfsimɔs] ΕΠΊΘ

1. στρατεύσιμος (κατάλληλος):

2. στρατεύσιμος (υποχρεωμένος):

στράτευσ|η <-εις> [ˈstratɛfsi] SUBST θηλ

στράτευμα [ˈstratɛvma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский