Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στραβομάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στραβομάρα [stravɔˈmara] SUBST θηλ

1. στραβομάρα (τυφλότητα):

στραβομάρα
Blindheit θηλ

2. στραβομάρα (κακοτυχία, αναποδιά):

στραβομάρα
Missgeschick ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский