Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεφάνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεφάνι [stɛˈfani] SUBST ουδ

1. στεφάνι:

στεφάνι
Kranz αρσ
βάζω στεφάνι (παντρεύομαι)
στεφάνι κηδείας
Trauerkranz αρσ

2. στεφάνι ΑΘΛ (για γυμναστική):

στεφάνι
Reifen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στεφάνι

στεφάνι κηδείας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский