Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπιτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπιτικ|ός <-ή, -ό> [spitiˈkɔs], σπιτίσι|ος [spiˈtisçɔs] <-α, -ο> ΕΠΊΘ

1. σπιτικός (αναφερόμενος στο σπίτι):

σπιτικός
Haus-

2. σπιτικός (του σπιτιού: ζωή κτλ):

σπιτικός

3. σπιτικός (ψωμί κτλ):

σπιτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский