Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπεύδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπεύ|δω <-σα> [ˈspɛvðɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με σπεύδω

σπεύδω να κάνω κάτι
σπεύδω στο σταθμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский