Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπαρταρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπαρταρ|ώ <-άς, -ησα> [spartaˈrɔ], σπαρταρί|ζω [spartaˈrizɔ] <-σα> VERB αμετάβ

1. σπαρταρώ (τινάζομαι):

σπαρταρώ

2. σπαρταρώ (ψάρι):

σπαρταρώ

3. σπαρταρώ (από τρόμο):

σπαρταρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский