Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπανίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπανίζω [spaˈnizɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

σπανίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский