Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σούβλισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σούβλισμα [ˈsuvlizma] SUBST ουδ

1. σούβλισμα (κέντρισμα, πόνος):

σούβλισμα
Stich αρσ

2. σούβλισμα (πέρασμα στη σούβλα):

σούβλισμα
Aufspießen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский