Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σμπαράλια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σμπαράλια [zbaˈraʎa] SUBST ουδ πλ (θρύψαλα)

σμπαράλια
Trümmer πλ
κάτι γίνεται σμπαράλια (βάζο)
κάτι/κάποιος γίνεται σμπαράλια μτφ
κάνω κάποιον σμπαράλια

Παραδειγματικές φράσεις με σμπαράλια

κάτι γίνεται σμπαράλια (βάζο)
κάτι/κάποιος γίνεται σμπαράλια μτφ
κάνω κάποιον σμπαράλια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский