Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σμίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σμί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈzmiɣɔ] VERB αμετάβ

1. σμίγω (ανακατεύομαι):

σμίγω

2. σμίγω (συναντιέμαι):

σμίγω

3. σμίγω (συνουσιάζομαι):

σμίγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский