Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκούζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκού|ζω <-ξα> [ˈskuzɔ] VERB αμετάβ

1. σκούζω (στριγκλίζω, τσιρίζω):

σκούζω

2. σκούζω (ουρλιάζω):

σκούζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский