Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκουραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκουρ|αίνω <-υνα [ή -ανα] > [skuˈrɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω σκούρο)

σκουραίνω

II . σκουρ|αίνω <-υνα [ή -ανα] > [skuˈrɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι σκούρος)

σκουραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский