Ελληνικά » Γερμανικά

σκοταδιστής (σκοταδίστρια) [skɔtaðisˈtis, skɔtaˈðistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σκοταδιστής (σκοταδίστρια)
Obskurant(in) αρσ (θηλ)
σκοταδιστής (σκοταδίστρια)
Feind(in) αρσ (θηλ)
σκοταδιστής (σκοταδίστρια)

σκοταδισμός [skɔtaðizˈmɔs] SUBST αρσ

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

σαξοφωνίστας [saksɔfɔˈnistas] SUBST αρσ, σαξοφωνίστα [saksɔfɔˈnista], σαξοφωνίστρια [saksɔfɔˈnistria] SUBST θηλ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

σκοτούρα [skɔˈtura] SUBST θηλ

1. σκοτούρα (φροντίδα):

Sorge θηλ

2. σκοτούρα (μπελάς):

Ärger αρσ

σκοτεινιά [skɔtiˈɲa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский