Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκλήρυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκλήρυνσ|η <-εις> [ˈsklirinsi] SUBST θηλ

1. σκλήρυνση και μτφ:

σκλήρυνση
Verhärtung θηλ

2. σκλήρυνση (μετάλλου, υλικού):

σκλήρυνση
Härtung θηλ
Härtebad ουδ
Härteofen αρσ

3. σκλήρυνση ΙΑΤΡ:

σκλήρυνση
Sklerose θηλ
σκλήρυνση κατά πλάκας

Παραδειγματικές φράσεις με σκλήρυνση

σκλήρυνση κατά πλάκας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский