Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκεύασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκεύασμα [ˈscɛvazma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

σκεύασμα
Mittel ουδ
αντιγριππικό σκεύασμα
Grippemittel ουδ
τονωτικό σκεύασμα

Παραδειγματικές φράσεις με σκεύασμα

αντιγριππικό σκεύασμα
τονωτικό σκεύασμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский