Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκανδαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκανδαλί|ζω [skanðaˈlizɔ], σκανταλί|ζω [skandaˈlizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. σκανδαλίζω (προκαλώ σκάνδαλο):

σκανδαλίζω κάποιον

2. σκανδαλίζω (σοκάρω):

σκανδαλίζω

3. σκανδαλίζω (ερεθίζω, βάζω σε πειρασμό):

σκανδαλίζω

Παραδειγματικές φράσεις με σκανδαλίζω

σκανδαλίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский