Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σιχαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σιχ|αίνομαι <-άθηκα, -αμένος> [siˈçɛnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. σιχαίνομαι (νιώθω αποστροφή):

σιχαίνομαι κάποιον/κάτι

2. σιχαίνομαι (νιώθω αηδία):

σιχαίνομαι κάποιον/κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με σιχαίνομαι

σιχαίνομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский