Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σεξιστής , σεξιστικός , μεσίτρια , ερπύστρια , δράστρια , φασίστρια και σεξισμός

σεξιστής (σεξίστρια) [sɛksisˈtis, sɛˈksistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σεξιστής (σεξίστρια)
Sexist(in) αρσ (θηλ)

σεξιστικ|ός <-ή, -ό> [sɛksistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σεξισμός [sɛksizˈmɔs] SUBST αρσ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский