Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαρκάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαρκά|ζω <-σα> [sarˈkazɔ] VERB μεταβ

σαρκάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский