Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαλπάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαλπάρ|ω <-ισα> [salˈparɔ] VERB αμετάβ

σαλπάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский