Ελληνικά » Γερμανικά

σαλιγκάρι [saliŋˈgari] SUBST ουδ, σαλίγκαρος [saˈliŋgarɔs] SUBST αρσ

παλικαριά [palikaˈri̯a] SUBST θηλ (τόλμη)

σαλιαρί|ζω <-σα> [saʎaˈrizɔ] VERB αμετάβ

σαλιάρισμα [saˈʎarizma] SUBST ουδ

σαλιάρ|ης <-α, -ικο> [saˈʎaris] ΕΠΊΘ

1. σαλιάρης (που σαλιάζει):

2. σαλιάρης (φλύαρος):

3. σαλιάρης (γελοίος, σαχλός):

αδεκαρία [aðɛkaˈria] SUBST θηλ

αληταρία [alitaˈria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский