Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαγόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαγόνι [saˈɣɔni] SUBST ουδ

1. σαγόνι (οστό που φέρει τα δόντια):

σαγόνι
Kiefer αρσ
πάνω σαγόνι
Oberkiefer αρσ
κάτω σαγόνι
Unterkiefer αρσ

2. σαγόνι (πιγούνι):

σαγόνι
Kinn ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σαγόνι

κάτω σαγόνι
πάνω σαγόνι
Oberkiefer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский