Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σίδερο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σίδερο [ˈsiðɛrɔ] SUBST ουδ

2. σίδερο (σιδερώματος):

σίδερο
Bügeleisen ουδ
σίδερο ατμού
Glätteisen ουδ
σίδερο για μπούκλες
Lockenstab αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σίδερο

σίδερο ατμού
Lockenstab αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский