Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρολό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρολό [rɔˈlɔ] SUBST ουδ

1. ρολό (καθετί τυλιγμένο):

ρολό
Rolle θηλ
ρολό φαξ
Faxrolle θηλ

2. ρολό (παραθύρου):

ρολό
Rollladen αρσ

3. ρολό (κρέας):

ρολό
Rollbraten αρσ

4. ρολό (εργαλείο):

ρολό
Roller αρσ
ρολό βαφής
Farbroller αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский