Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ριζώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ριζώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [riˈzɔnɔ] VERB μεταβ

ριζώνω

II . ριζώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [riˈzɔnɔ] VERB αμετάβ (πιάνω ρίζες)

ριζώνω και μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский