Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρητορεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρητορ|εύω <-εψα> [ritɔˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

ρητορεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский