Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεμβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρεμβά|ζω <-σα> [rɛɱˈvazɔ] VERB αμετάβ

ρεμβάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский