Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρεζιλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρεζιλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [rɛziˈlɛvɔ] VERB μεταβ

1. ρεζιλεύω (γελοιοποιώ):

ρεζιλεύω

2. ρεζιλεύω (ντροπιάζω μπροστά σε κόσμο):

ρεζιλεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский