Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρείθρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρείθρο [ˈriθrɔ] SUBST ουδ

1. ρείθρο (ρυάκι):

ρείθρο
Bach αρσ

2. ρείθρο (δρόμου):

ρείθρο
Rinnstein αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский