Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ραμφίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ραμφί|ζω <-σα, -σμένος> [raɱˈfizɔ] VERB μεταβ

1. ραμφίζω (παίρνω με το ράμφος):

ραμφίζω

2. ραμφίζω (τσιμπώ με το ράμφος):

ραμφίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский