Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρίξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρίξιμο [ˈriksimɔ] SUBST ουδ

1. ρίξιμο (ρίψη):

ρίξιμο
Wurf αρσ

2. ρίξιμο (ενέργεια του ρίχνω):

ρίξιμο
Werfen ουδ

3. ρίξιμο (πυροβολισμός):

ρίξιμο
Schuss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский