Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυροβολώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πυροβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pirɔvɔˈlɔ] VERB αμετάβ

πυροβολώ

II . πυροβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pirɔvɔˈlɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με πυροβολώ

πυροβολώ κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский